βουτυρώνω

βουτυρώνω
-ωσα, βουτυρωμένος, αλείφω βούτυρο πάνω σε κάτι: Βουτυρώνω πάντα το ψωμί πριν το βουτήξω στο πρωινό μου γάλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βουτυρώνω — βουτυρώνω, βουτύρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βουτυρώνω — επαλείφω με βούτυρο …   Dictionary of Greek

  • αβουτύρωτος — η, ο [βουτυρώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει βούτυρο 2. αυτός που δεν έχει αλειφτεί με βούτυρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”